Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η εμπιστοσύνη

  • 1 εμπιστοσύνη

    [эмбистосини] ουσ. Θ. доверие, искренность,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εμπιστοσύνη

  • 2 доверие

    ουδ.
    εμπιστοσύνη, πίστη, αξιοπιστία•

    войти в доверие αποκτώ τήν εμπιστοσύνη•

    облечь -ем περιβάλλω με εμπιστοσύνη•

    оказать доверие кому-н. δίνω εμπιστοσύνη σε κάποιον, εμπιστεύομαι•

    питать кому-н. доверие τρέφω εμπιστοσύνη σε κάποιον•

    лишиться -я στερούμαι της εμπιστοσύνης•

    терять доверие χάνω την εμπιστοσύνη•

    нарушить чь-н. доверие απιστώ, κάνω απιστία•

    слепое доверие τυφλή εμπιστοσύνη•

    употреблять во зло чью-либо доверие καταχρώμαι της εμπιστοσύνης κάποιου•

    я имею от него доверие είμαι εξουσιοδοτημένος απ' αυτόν•

    полное доверие πλήρης, εμπιστοσύνη•

    человек достойный -я αξιόπιστος άνθρωπος•

    не внушать доверие δεν.εμπνέω εμπιστοσύνη•

    пользоваться полным -ем είμαι αξιόπιστος•

    завоевать доверие αποκτώ την εμπιστοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > доверие

  • 3 доверие

    доверие с η εμπιστοσύνη взаимное - η αμοιβαία εμπιστοσύνη' оказывать (или питать) \доверие έχω εμπιστοσύνη
    * * *
    с
    η εμπιστοσύνη

    взаи́мное дове́рие — η αμοιβαία εμπιστοσύνη

    ока́зывать (питать) дове́рие — έχω εμπιστοσύνη

    Русско-греческий словарь > доверие

  • 4 верить

    ρ.δ.
    1. (σε τι) πιστεύω•

    верить в победу πιστεύω στη νίκη•

    верить в торжество справедливости πιστεύω στον θρίαμβο της δικαιοσύνης•

    верить в Бога πιστεύω στο Θεό.

    2. είμαι θρήσκος•

    -ил, когда я был маленьким πίστευα, όταν ήμουν μικρός.

    3. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη•

    верить другу έχω εμπιστοσύνη στο φίλο.

    εκφρ.
    верить на слово – πιστεύω (εχω εμπιστοσύνη) στο λόγο•
    не верить своим глазам ή ушам – δεν πιστεύω στα μάτια μου, στ’ αυτιά μου (για κάτι απροσδόκητο).
    πιστεύω, έχω εμπιστοσύνη•

    -ится с трудом είναι δυσκολοπίστευτο, δυσκολεύομαι να το πιστέψω•

    мне не -ится εγώ δεν το πιστεύω.

    Большой русско-греческий словарь > верить

  • 5 доверие

    довери||е
    с ἡ ἐμπιστοσύνη, ἡ πίστη [-ις]:
    питать (оказывать) \доверие ἔχω ἐμπιστοσύνη, ἐμπιστεύομαι· внушать \доверие ἐμπνέω ἐμπιστοσύνη· пользоваться \довериеем кого́-л. χαίρω τῆς ἐμπιστοσύνης κάποιου· злоупотреблять \довериеем κάνω κατάχρηση (или καταχρῶμαι) τῆς -εμπιστοσύνης κάποιου· человек, заслу́живающий \довериея ἄνθρωπος ἀξιος ἐμπιστοσύνης, ἀξιόπιστος ἄνθρωπος.

    Русско-новогреческий словарь > доверие

  • 6 извериться

    ρ.σ.
    χάνω την εμπιστοσύνη•

    друзья изверитьсялись во мне οι φίλοι δε μου έχουν πια εμπιστοσύνη•

    он изверитьсялся в свои силы αυτός δεν έχει πια εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του.

    Большой русско-греческий словарь > извериться

  • 7 милость

    θ.
    1. καλοσύνη, αγαθότητα, φιλανθρωπία. || συμπόνια, οίκτος, λύπη• έλεος, ευσπλαχνία•

    по -и Божией παλ. ελέω θεού•

    по -и ή из -и από οίκτο (λύπη).

    || χάρη•

    просить -и ζητώ (να μου δοθεί) χάρη.

    2. αγαθοεργία, ευεργεσία. || ελεημοσύνη.
    3. εύνοια, εμπιστοσύνη•

    быть у кого в -и έχω την εμπιστοσύνη•

    выйти из -и χάνω την εμπιστοσύνη.

    εκφρ.
    по -и – α) χάρη σε κάποιον, β) από φταίξιμο κάποιου•
    ваша милость – η χάρη σας•
    - ью Божиейπαλ. θείο δώρο, θεϊκό χάρισμα (για ταλέντο)•
    милость просим (прошу) – σας παρακαλώ•
    сделайте милость – α) κάντε μου τη χάρη. β) παρακαλώ•
    скажите на милость – πέστε μου παρακαλώ•
    сдаваться на милость победителя – παραδίνομαι στο έλεος του νικητή.

    Большой русско-греческий словарь > милость

  • 8 вера

    вера ж 1) η πίστη η εμπιστοσύνη (доверие ) 2) (религиозная ) η θρησκεία
    * * *
    ж
    1) η πίστη; η εμπιστοσύνη ( доверие)
    2) ( религиозная) η θρησκεία

    Русско-греческий словарь > вера

  • 9 внушать

    внушать, внушить εμπνέω·\внушать доверие εμπνέω εμπιστοσύνη
    * * *
    = внушить

    внуша́ть дове́рие — εμπνέω εμπιστοσύνη

    Русско-греческий словарь > внушать

  • 10 доверить

    доверить, доверять πιστεύω' εμπιστεύομαι (тж. поручать) я ему -ю τον πιστεύω, τον έχω εμπιστοσύνη
    * * *
    = доверять
    πιστεύω; εμπιστεύομαι (тж. поручать)

    я ему́ дове́ритью — τον πιστεύω, τον έχω εμπιστοσύνη

    Русско-греческий словарь > доверить

  • 11 вера

    вер||а
    ж
    1. (уверенность) ἡ πίστη [-ις], ἡ πεποίθηση [-ις]:
    \вера в будущее πίστη στό μέλλον
    2. (доверие) ἡ πίστη [-ις],ή ἐμπιστοσύνη:
    слепая \вера ἡ τυφλή ἐμπιστοσύνη· принять на \верау πιστεύω, δίνω πίστη·
    3. (религиозная) ἡ θρησκεία, τό θρήσκευμα, ἡ πίστη [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > вера

  • 12 извериться

    извериться
    сов (в ком-л.) χάνω τήν ἐμπιστοσύνη, χάνω τήν πίστη:
    \извериться в друзьях χάνω τήν ἐμπιστοσύνη στους φίλους.

    Русско-новогреческий словарь > извериться

  • 13 вера

    θ.
    1. πίστη• θρησκεία•

    вера в Бога πίστη στο Θεό•

    вера в загробную жизнь πίστη στη μεταθανάτια ζωή•

    христианская вера η χριστιανική θρησκεία•

    человек иной -ы αλλόθρησκος.

    2. πεποίθηση•

    вера в успех дела πίστη στην επιτυχία της υπόθεσης.

    3. εμπιστοσύνη, μπέσα•

    торговля держится на -е το εμπόριο στηρίζεται στην εμπιστοσύνη.

    εκφρ.
    - ой и правдой служить – υπηρετώ ψυχή τε και σώματι•
    - принять на веру – παραδέχομαι με καλή πίστη.

    Большой русско-греческий словарь > вера

  • 14 доверие

    η εμπιστοσύνη
    полное - πλήρης -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доверие

  • 15 верить

    вери||ть
    несов
    1. (кому-л., чему-л.) πιστεύω, ἐμπιστεύομαι:
    \верить на слово δίνω πίστη στά λόγια·
    2. (в кого-л., во что-либо) πιστεύω, ἔχω ἐμπιστοσύνη[ν], ἔχω πίστη.

    Русско-новогреческий словарь > верить

  • 16 вкрасться

    вкрасться
    сов см. вкрадываться· вкралась опечатка παρεισέφρυσε ἕνα τυπογραφικό λάθος· \вкрасться в доверие κερδίζω τήν ἐμπιστοσύνη κάποιου (μέ πονηριά, μέ δόλο), τυλίγω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > вкрасться

  • 17 внушать

    внушать
    несов
    1. (мысль, чувство) ἐμπνέω, προκαλώ:
    \внушать страх ἐμπνέω (или προκαλώ) φόβο· \внушать доверие (опасение) ἐμπνέω ἐμπιστοσύνη (ανησυχία)· \внушать отвращение προκαλώ ἀηδία·
    2. (поучать, наставлять) βάζω στό νοῦ, ὑποβάλλω, παραινώ.

    Русско-новогреческий словарь > внушать

  • 18 втираться

    втирать||ся
    разг (проникать) χώνομαι, τρυπώνω· ◊ \втиратьсяся в доверие καταφέρνω ν' ἀποκτήσω τήν ἐμπιστοσύνη κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > втираться

  • 19 входить

    входить
    несов
    1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):
    \входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί
    2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω1
    3. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:
    \входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·
    4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:
    \входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·
    5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:
    \входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί.

    Русско-новогреческий словарь > входить

  • 20 грош

    грош
    м
    1. (монета) τό γρόσι·
    2. перен (очень мало \грошо деньгах) ἡ πεντάρα, ἡ δεκάρα:
    это стоит \грошй εἶναι πάμφθηνο· за \грошй πάμφθηνα· быть без \гроша, не иметь ни \гроша εἶμαι ἀπένταρος· ◊ этому \грош цена, \гроша ломаного не стоит δέν ἀξίζει πεντάρα· не верить ни на \грош δέν δίνω μιά πεντάρα ἐμπιστοσύνη· ни в \грош не ставить δέν θεωρώ γιά τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > грош

См. также в других словарях:

  • εμπιστοσύνη — η 1. η απόλυτη πίστη στην αξία και την εντιμότητα κάποιου: Έχει εμπιστοσύνη στον υπασπιστή του. 2. (για πράγματα, ενέργειες, καταστάσεις), η πεποίθηση στην αξία του περιεχομένου τους: Δεν έχω εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπιστοσύνη — η 1. το να υπάρχει πίστη σε κάποιον ή κάτι, βεβαιότητα για την ειλικρίνεια, την αλήθεια ή την ορθότητα 2. εγγύηση 3. ασφάλεια 4. φρ. «κατάχρηση εμπιστοσύνης» το αδίκημα κατά το οποίο κάποιος αφαιρεί κινητές αξίες ή παραβαίνει καθήκοντα τών οποίων …   Dictionary of Greek

  • πιστευτικός — ή, όν, Α [πιστεύω] 1. αυτός που δείχνει εμπιστοσύνη σε κάποιον, εύπιστος 2. αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῡς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς», Πλάτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πιστευτικόν το να δείχνει κανείς εμπιστοσύνη («τὸ εὔελπι… …   Dictionary of Greek

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • έμπιστος — η, ο 1. αυτός ο οποίος εμπνέει εμπιστοσύνη, προς τον οποίο τρέφει κανείς εμπιστοσύνη 2. ως ουσ. εκείνος τον οποίο εμπιστεύεται κάποιος …   Dictionary of Greek

  • θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»